Της Ελευθερίας Μηλάκη
Ήταν 27 Οκτωβρίου σχεδόν είκοσι χρόνια πριν. Στο φοιτητικό μου σπίτι, στην οδό Εβραίων Θυμάτων Ναζισμού στην “Οβριακή” συνοικία της Κέρκυρας, κάποιος χτύπησε την πόρτα. Ήταν, ποιος άλλος, η μικρή Φ.Χ., η κόρη των γειτόνων μου, η οποία ερχόταν καθημερινά στο σπίτι μου και περνούσαμε χρόνο μαζί, ενώ τη βοηθούσα και στα μαθήματα αν χρειαζόταν.
Γεια σου αγάπη μου, πώς ήταν η γιορτή στο σχολείο; Πολύ ωραία. Τραγουδήσαμε το
Μελαχρινό Ναπολιτάνο. Τι τραγούδι είναι αυτό; Δεν το ξέρω. Να σου το πω; Μελαχρινέ Ναπολιτάνο, ο πόλεμος είναι φριχτός, εσύ μαχαίρωσες τον Πάνο, μετά σε σκότωσε κι αυτός… Τώρα κοιμάστε αδελφωμένοι, όπως το θέλησε ο Θεός, να ‘ναι οι λαοί αδελφωμένοι. Εγώ στο δημοτικό είχα μάθει άλλα τραγούδια, όπως το Κορόιδο Μουσολίνι, Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του, Παιδιά της Ελλάδας Παιδιά… και άλλα.
Κάτι έχει αλλάξει ή μήπως είναι θέμα του δασκάλου ο τρόπος της γιορτής;
Και δεν μου λες, δεν πιστεύω να έχεις ψείρες; Δεν θέλω να κολλήσω. Όχι, μη φοβάσαι, άντε να ‘χω μια δυο. Έχετε κάνει στο ανθολόγιο εκείνο το κείμενο… Ξημερώνοντας του Αή Γιαννιού με την αύριο των Φώτων… Μας είχε φτάσει η ψείρα ως το λαιμό και δεν αντέχαμε άλλο… Ξέρεις, ο παππούς μου ήταν ένας από εκείνους που πολέμησαν τους Ιταλούς στην Αλβανία και τους νίκησαν. Στα βουνά της Βορείου Ηπείρου, το κρύο ήταν απαίσιο, τα χιόνια βρωμερά, ματωμένα… Και η πείνα «Μία μία μοιραζόμασταν τη σταφίδα». Είχες σκοτώσει Ιταλό παππού; Δεν ξέρω παιδί μου. Στον πόλεμο σκοτώνεις και σε σκοτώνουν. Αλλά μια φορά που ήθελαν να ρίξουν ένα αιχμάλωτο ζωντανό σε γκρεμό εγώ δεν τους άφησα. Αλλά οι συμπεριφορές ήταν άγριες. Φάγανε ωμό ένα ζώο. Οι ντόπιοι, ελληνικής καταγωγής και όχι μόνο, ήταν φιλόξενοι μαζί μας. Μας άνοιγαν τα σπίτια τους Σε ένα χωριό μια οικογένεια με φιλοξένησε και φεύγοντας η νοικοκυρά μου έδωσε ένα κεντημένο τραπεζομάντηλο. Το έχει ακόμα η γιαγιά σου…
Τα παιδιά δεν ξέρουν ιστορία και γεωγραφία αν δεν τους μάθεις. Όταν γινόταν ο πόλεμος στο Ιράκ βλέπαμε τηλεόραση με τη Φ.Χ. και αναφέρθηκε η γενέτειρα του Σαντάμ, Τικρίτ. Δεν μου λες Ελευθερία, απ’ «Τι Γκρητ» ήταν ο Σαντάμ; Όμως ο παππούς μου ήταν απ’ την Κρήτη, όπως και η υπόλοιπη Μεραρχία Κρήτης που έγραψε το έπος του 1940, που μπήκαν στα τραίνα για το μέτωπο με το χαμόγελο στα χείλη και πολλοί δεν ξαναγύρισαν ούτε βρέθηκαν… Άταφοι νεκροί ακόμα.
Μη μου λες άλλο για πόλεμο. Έλα να σου κάνω μακιγιάζ. Της άρεσε να με βάφει και δεν της το αρνιόμουν. Πέρασε η ώρα. Πρέπει να πάω σουπερμάρκετ. Αν θέλεις μετά έλα να φάμε. Η μικρή έφυγε χαμογελώντας κρυφά. Είχα ξεχάσει να ξεβαφτώ και βγήκα ΕΤΣΙ έξω. Βγαίνοντας από το σούπερμαρκετ στην πλατεία Σαρόκο καθόταν ως συνήθως ο Γιάννης, μαζί με άλλους Αλβανούς. Αν θέλεις έλα. Θα πάω σε λίγες μέρες στους γονείς μου στους Αγίους Σαράντα… Βλέπεις πόσο πανέμορφη και καταπράσινη είναι η Βόρεια Κέρκυρα; Έτσι ακριβώς είναι και η Βόρειος Ήπειρος… Δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα. Θα ήθελα πολύ, αλλά έχω μαθήματα. Αν θέλεις πάμε άλλη φορά. Είναι πάρα πολύ κοντά. Όντως. Από τη Βόρεια Κέρκυρα, έχω πάει, φαίνονται τα εδάφη όπου είναι θαμμένοι ακόμα στρατιώτες. Οι ελαιώνες απέναντι.
Επιστρέφω στο σπίτι και πριν ανοίξω την πόρτα η Φ.Χ. ήταν ήδη εκεί. Μαγείρεψα μακαρόνια με κιμά σόγιας Τότε πειραματιζόμουν με τη χορτοφαγία. Δεν της το είπα και ούτε που το κατάλαβε.. Ξέρεις κάτι Ελευθερία, βγήκες έτσι έξω… Χα, χα. Στα δρομάκια της πόλης δεν χωρούσαν οχήματα. Περνούσε ένα κάρο και ο καθαριστής φώναζε σκουπίδια. Ξαφνικά η Φ.Χ. πετάγεται στο μπαλκόνι. Συγνώμη κύριε…Είστε ο… σκουπιδιάρης; Τα παιδιά είναι αθώα και περιμένουν να τα διδάξουμε. Και όπως είπε και ο μικρός πρίγκιπας, όλοι οι μεγάλοι ήταν κάποτε παιδιά. Η μέρα είχε τελειώσει. Την επομένη, θα βλέπαμε την παρέλαση, θα πηγαίναμε για καφέ στην Πλατεία και εγώ προσωπικά θα άκουγα πολύ ραδιόφωνο… Βρήκα στην Αμφιλοχία – τι γραφική πόλη, περνούσε από την παραλία της το λεωφορείο του ΚΤΕΛ Κέρκυρας – το Σταμούλη το λοχία, κάποτε στο Τεπελένι, εικοσάχρονα παιδιά, με μια ματωμένη χλαίνη, τρέχαμε για λευτεριά. Τώρα σ’ αυτή την ηλικία πίνουμε αμίλητοι κρασί, πώς καταντήσαμε λοχία, ποιος είμαι εγώ ποιος είσαι συ…. Τα ιδανικά δεν είναι αφηρημένα και η ελεύθερη ζωή είναι το υπέρτατο ιδανικό.